- αρκουδόγυφτος
- ο1. ο γύφτος που ασκεί το επάγγελμα του αρκουδιάρη2. μτφ. ο άξεστος, ο χυδαίος3. αυτός που ζει μέσα σε άθλιες συνθήκες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek